αχερώνας

αχερώνας
αχερώνας, ο και αχερώνα, η
βλ. αχυρώνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αχυρώνας — και αχερώνας, ο (AM ἀχυρών) 1. αποθήκη για άχυρα 2. παροιμ. α) «δυο γαϊδάροι μάλωναν σε ξένο αχυρώνα» (για όσους μαλώνουν σε χώρο που δεν τους ανήκει ή για θέματα που αφορούν σε άλλους) β) «στραβός βελόνα γύρευε στον αχυρώνα» (για όποιον… …   Dictionary of Greek

  • αχυρώνας — αχυρώνας, ο και αχερώνας, ο και αχερώνα, η η αποθήκη για τα άχυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”